Με τη ματιά μιας γυναίκας συλλέκτριας: η Ειρήνη Παναγοπούλου μας ανοίγει τη συλλογή της.

Μπαίνουμε με ανυπομονησία στην ομαδική έκθεση “Fernweh, ή νοσταλγία για άγνωστους τόπους” με την οποία εγκαινιάζεται η λειτουργία του χώρου της Συλλογής Ειρήνης Παναγοπούλου, σε ένα κτίριο γραφείων της γνωστής εφοπλίστριας στη Βούλα. 

Έχοντας δει σημαντικά έργα πρωτοπόρων γυναικών καλλιτεχνών της συλλογής της  Παναγοπούλου σε εκθέσεις σύγχρονης τέχνης της πόλης, και γνωρίζοντας τόσο ότι κληρονόμησε από τον πατέρα της Περικλή Παναγόπουλο ιστορικά έργα όσο και το ότι η ίδια υποστηρίζει ενεργά νέους και νέες καλλιτέχνες/ιδες, έχει ενδιαφέρον να δούμε τι απ’ όλα αυτά έχει επιλεχθεί για την εναρκτήρια έκθεση της συλλογής που διαρκεί ως τις 27 Φεβρουαρίου 2026.

Η πρώτη εικόνα φέρνει μαζί επιλεγμένα έργα πολύ διαφορετικών εποχών της ιστορίας της τέχνης παρουσιασμένα salon style σε ένα λευκό πλέγμα, το οποίο αφήνει να φανούν περισσότερα έργα αποθηκευμένα πίσω του σε συρόμενα πάνελ που μπορούν να τροφοδοτήσουν με εικόνες, πληροφορίες και ερεθίσματα όσες θέλουν να κάνουν περαιτέρω έρευνα – και η συλλογή και ο χώρος προσφέρεται γι αυτό. Την ίδια στιγμή όμως, ο χώρος και η έκθεση έχουν στηθεί έτσι ώστε να υποδεχθούν κάθε φίλη/ο της τέχνης, με δωρεάν είσοδο, προσκαλώντας μας να κάνουμε κράτηση μέσω του site, και να απολαύσουμε μια εκλεκτική περιήγηση σε ξεχωριστά εικαστικά έργα, αντικείμενα λαϊκής τέχνης, αρχεία, βιβλία, χειρόγραφα, χάρτες, ιστορικά τεκμήρια και αντικείμενα εφαρμοσμένων τεχνών, που μας κάνουν να ξανασκεφτούμε επίκαιρα ζητήματα γύρω από την εθνική ταυτότητα και τα διακυβεύματα της εποχής με τον λοξό και επιδραστικό τρόπο της (σημαντικής) τέχνης.

Ρομαντισμός – Ελληνική αρχαιότητα: ξαναβλέποντας το “λίκνο του δυτικού πολιτισμού”

Το έναυσμα δίνεται από την αντιπαραβολή ιστορικών έργων ζωγραφικής όπως η “Ακρόπολη” του Άγγλου ζωγράφου και χαράκτη του 19ου αιώνα Thomas Hartley Cromek (1809-1873) που απεικονίζει με λυρικό τρόπο τον ναό του Ολυμπίου Διός και την Ακρόπολη, ενώ στο κέντρο του πίνακα, διακρίνονται μερικές καμήλες. Η ρομαντική άποψη της αρχαιότητας την εποχή που οι  grand tourists αντιμετώπιζαν την Αθήνα ως έναν εξωτικό τόπο αντιπαραβάλλεται με έργα όπως οι σύγχρονες καρυάτιδες της Francesca Woodman (1958-1981) μιας καλλιτέχνιδας που  επικεντρώθηκε στην απεικόνιση του “άπιαστου” γυναικείου σώματος ή τα “Αποκατεστημένα αγάλματα” (2014) του Γαλλοαλγερινού σύγχρονου εικαστικού Kader Attia που “επισκευάζει” με κόκκινη κλωστή την εικόνας ενός αρχαιοελληνικού γλυπτού το οποίο βρίσκεται στο Μουσείο του Λούβρου σαν να προσπαθεί να επιδιορθώσει ένα ανοιχτό τραύμα.

Καθόμαστε στον καναπέ φυλλομετρώντας τις σπάνιες φωτογραφίες εποχής του Μουσείου της Ακρόπολης (περ. 1880) σε ένα φωτογραφικό άλμπουμ ανωνύμου, ενώ η αποτυπωση του υπογείου του νέου μουσείου από τον Thomas Struth το 2009 αλλά και ο φόρος τιμής του Αλέξη Ακριθάκη στον υπαρξιστή ποιητή Γιώργου Μακρή και ιδρυτή του Συνδέσμου Αισθητικών Σαμποτέρ Αρχαιοτήτων που τη δεκαετία του ‘40 μας καλούσε “Να ανατινάξουμε την Ακρόπολη” (No. II – Φωτιά – Φόρος τιμής στον Γιώργο Μακρή, 1968) πυροδοτούν διαφορετικές σκέψεις και συνειρμούς καθώς ζητάμε από τη συλλέκτρια Ειρήνη Παναγοπούλου να μας μιλήσει για τη συλλογή της.

 

Το “συλλέγειν” ως μία σύνθετη διαδικασία, με γυναικεία ματιά

Μέσα από την εναρκτήρια αυτή έκθεση παρουσιάζεται ένα αντιπροσωπευτικό μέρος της πολυποίκιλης συλλογής, η οποία εκτείνεται από τον 16ο αιώνα έως και τη σύγχρονη εποχή, και έχει διεθνή χαρακτήρα. Η έκθεση αναδεικνύει το “συλλέγειν” ως μία σύνθετη διαδικασία που εμπεριέχει την έρευνα, την τεκμηρίωση, την αρχειοθέτηση, τη διατήρηση και τη διαφύλαξη των αντικειμένων.

‘Έχοντας μυηθεί στην τέχνη από τον πατέρα της που ήταν συλλέκτης, κυρίως χαρτών και σπάνιων χαλιών, αγάπησε τις εκθέσεις από μικρή. Τα τελευταία είκοσι χρόνια συλλέγει έργα, στην αρχή όχι συνειδητά, αλλά βλέποντας σιγά σιγά τη συλλογή να παίρνει μορφή, ένιωσε πλέον έτοιμη για το επόμενο βήμα, δηλαδή το άνοιγμά της στο κοινό. Στο σύνολό της, η συλλογή ανιχνεύει και αναδεικνύει τις ανταλλαγές και τις διασταυρώσεις μεταξύ Ανατολής και Δύσης, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση σε γυναίκες καλλιτέχνες και δημιουργούς από την ελληνική διασπορά και την ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου. “Δεν μου αρέσει να μιλάω στο πρώτο ενικό, εφόσον ειδικά στην επιμέλεια της συλλογής μοιραζόμαστε σκέψεις και ιδέες και ο καθένας τη διαβάζει διαφορετικά, σίγουρα όμως πρόκειται για τη ματιά μιας γυναίκας συλλέκτριας πάνω σε θέματα που μας απασχολούν”, θα μας πει. Πηγαίνοντάς μας πίσω στα χρόνια των σπουδών της στην Καλιφόρνια, όπου σπούδασε Καλές Τέχνες με έμφαση στη γλυπτική και τη φωτογραφία στο Mills College, μοιράστηκε τα έδρανα με τις Guerilla Girls και μυήθηκε στην τέχνη πρωτοπόρων γυναικών καλλιτεχνών της εποχής με φεμινιστική ματιά που τη σημάδεψαν.

Θεωρεί δασκάλες της καλλιτέχνιδες της γενιάς του ‘70 και του ‘80 όπως οι Lynda Benglis, Judy Chicago, Kiki Smith, Niki de Saint Phalle, Mona Hatoum που με διαφορετικούς τρόπους καταπιάστηκαν με τη θέση της γυναίκας και έχοντας δουλέψει και η ίδια για το γυναικείο ζήτημα, παράλληλα με την πορεία της σε έναν ανδροκρατούμενο χώρο, η συλλέκτρια και πρόεδρος της ναυτιλιακής Magna Marine Inc., συμφωνεί ότι καθώς δεν έχουμε φτάσει ακόμη στην ισότητα, η επαφή της με έργα καλλιτεχνών όπως αυτές της έχουν προσφέρει ενδυνάμωση. Ανοίγοντας τη συλλογή στο κοινό, ο στόχος είναι να προσκληθούν διαφορετικές κάθε φορά επιμελήτριες και επιμελητές προτείνοντας νέες αναγνώσεις. Ως προς το μέλλον, “υπάρχουν ιδέες και οράματα αλλά προχωράμε βήμα βήμα” θα μας πει η Ειρήνη Παναγοπούλου, σίγουρα πάντως έχει ανοίξει ο δρόμος για μελλοντικές ενέργειες, εκθέσεις και εκδόσεις.

Η συλλέκτρια ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για γυναίκες καλλιτέχνιδες που καταπιάνονται με μη παραδοσιακά γυναικεία υλικά και φόρμες, ξεκινώντας από πρωτοπόρους όπως η Χρύσα, την οποία θαυμάζει ιδιαίτερα, και φτάνοντας σε σύγχρονες εικαστικούς όπως η Λητώ Κάττου, ό “Πολεμιστής ΙΙΙ” (2017) της οποίας ορθώνει τον αιχμηρό ατσάλινο σκελετό του στην έκθεση  “Fernweh, ή νοσταλγία για άγνωστους τόπους”. Παράλληλα, ενδιαφέρεται για τις σχέσεις ανάμεσα στους καλλιτέχνες συλλέγοντας αρχεία και αλληλογραφίες τους, ενώ δεν επιθυμεί να μιλήσει για τη συλλογή της με αριθμητικούς όρους ούτε διαχωρίζει τα έργα βάσει της αγοραστικής αξίας τους: “Η αριθμητική δεν ταιριάζει εδώ, ούτε ως προς την εκτίμηση των έργων ούτε ως αποτίμηση του συνόλου της συλλογής”.

Υποστηρίζοντας ενεργά σημαντικά ιδρύματα τέχνης και πολιτισμού, όπως το Βρετανικό Μουσείο (Contemporary and Modern Middle Eastern Art Acquisition Group), το Ίδρυμα Delfina (Διοικητικό Συμβούλιο) και την Tate (Διεθνές Συμβούλιο) και μέλος των διοικητικών συμβουλίων του Dia Art Foundation (Νέα Υόρκη), της Εθνικής Πινακοθήκης της Ελλάδος (Αθήνα) και του Northeastern University (Βοστώνη), η Ειρήνη Παναγοπούλου παρακολουθεί, παράλληλα, με ενδιαφέρον τη δουλειά και μιας νεότερης γενιάς καλλιτεχνών στο έργο της οποίας διακρίνει μια έκρηξη χρώματος, επιρροές από τα games και προβληματισμό για θέματα ταυτότητας και ρόλων. ‘Άλλωστε και ο γιος της και γνωστός restaurateur Φίλιππος Τσαγκρίδης Παναγόπουλος συλλέγει σύγχρονους καλλιτέχνες και πρόσφατα παρουσίασε έργα των συλλογών τους στην έκθεση “Ephemeral Party” σε ένα πάρκινγκ στο Κολωνάκι συγκεντρώνοντας 5.000 επισκέπτες σε μόλις μία εβδομάδα.

 “Fernweh, ή νοσταλγία για άγνωστους τόπους”: μια έκθεση που ανοίγει όπως ένα βιβλίο 

Όπως μας λέει η επιμελήτρια της έκθεσης “Fernweh, ή νοσταλγία για άγνωστους τόπους” Κατερίνας Χατζή ξεναγώντας μας στις πέντε ενότητες της έκθεσης επέλεξε να αποκρυπτογραφήσει την κινητήριο δύναμη που έχει ωθήσει στη συγκρότηση της Συλλογής Ειρήνης Παναγοπούλου, “η οποία μοιάζει να είναι μια διαρκής επιθυμία για εξερεύνηση με σκοπό την κατανόηση της πραγματικότητας, αλλά και του ίδιου του εαυτού” επιλέγοντας ως όχημα τον γερμανικό όρο Fernweh [fern (“μακριά”) + weh (“πόνος”)], που μπορεί να αποδοθεί ως “πόνος για μακρινά μέρη” ή πιο ελεύθερα “νοσταλγία για άγνωστους τόπους”.

Η έννοια Fenweh υιοθετείται ως ποιητικός άξονας της έκθεσης, γύρω από τον οποίο ξεδιπλώνονται τα εκθέματα και οι ιστορίες τους, πραγματικές ή φαντασιακές. Η έκθεση διαρθρώνεται σε πέντε ενότητες και η οργάνωσή της στον χώρο παραπέμπει στη δομή ενός βιβλίου, καθώς τα πάνελ αποθήκευσης των έργων λειτουργούν σαν τις σελίδες διαφορετικών κεφαλαίων ή σαν ένα σύστημα διακειμενικών αναφορών.

Αφήνοντας πίσω μας την εναρκτήρια ενότητα για τον ρομαντισμό και την ελληνική αρχαιότητα, ακολουθεί “Το ταξίδι της ύπαρξης” όπου το ταξίδι προσεγγίζεται τόσο κυριολεκτικά – δεσπόζει εδώ το ξύλινο μπαρ του Αλέξη Ακριθάκη (περ. 1982) όσο και μεταφορικά για να περιγράψει την έννοια της πνευματικής αναζήτησης. Οι τόμοι της εβδομαδιαίας “Η Εφημερίς των κυριών” (1897–1907) που διεύθυνε η φεμινίστρια Καλλιρρόη Παρρέν, “στέκονται σκόπιμα δίπλα από τους τόμους της Οδύσσειας, ως σύμβολο της διαδρομής της γυναικείας εμπειρίας και διεκδίκησης”. Όποιο άτομο ενδιαφέρεται να μελετήσει τα τεύχη, μπορεί να το κάνει κατόπιν ραντεβού, σε ώρες που η έκθεση δεν είναι επισκέψιμη.

Έργα σύγχρονων και μοντέρνων καλλιτεχνών, από την Ελλάδα ή το εξωτερικό που έχουν εμπνευστεί από το υπερβατικό, την πίστη και τις διάφορες θρησκευτικές αναπαραστάσεις συναντώνται σε ένα ιδιότυπο “εικονοστάσι”. Όπως μας λέει η Κατερίνα Χατζή, οι αγιογράφοι του 18ου και του 19ου αιώνα που έφτιαξαν τις χριστιανικές εικόνες που βρίσκονται από το μάτι-φυλαχτό του Άγγελου Πλέσσα(Talisman 01 (Extropic Optimisms Series), 2016), δημιούργησαν λατρευτικά αντικείμενα, τα οποία εν δυνάμει αποτελούν τα ίδια ένα μέσο ένωσης με το θείο.

Από τη Μεγάλη Ιδέα στις σύγχρονες γεωπολιτικές πραγματικότητες του εκτοπισμού

Περνώντας από τις ατομικές στις συλλογικές αναζητήσεις, στην ενότητα “Εξερευνήσεις και αποστολές” οι εξαιρετικά ενδιαφέροντες ιστορικοί χάρτες και τα έργα των καλλιτεχνών υπογραμμίζουν τη γεωπολιτική διάσταση της χαρτογραφίας. “Στα έργα της Χρύσας Ρωμανού και του Κωνσταντίνου Ξενάκη, όπως και στους χάρτες της Μεγάλης Ιδέας και της Μαγγελάνικας, βλέπουμε εδάφη που κατασκευάζουν φαντασιακές γεωπολιτικές πραγματικότητες, καθώς αυτά τα κομμάτια γης είτε δεν υπήρξαν, είτε προσδιορίζονται από διαφορετικά όρια”. Περιλαμβάνεται και ένας χάρτης της Αθήνας του 1836 της περιηγήτριας Selina Bracebridge (1800-1874), σε μια συνειδητή προσπάθεια της επιμελήτριας να αναδείξει τις γυναίκες δημιουργούς όχι εστιάζοντας θεματογραφικά σε αυτές αλλά εντάσσοντάς τες ισότιμα στις διαφορετικές ενότητες.

“Ένας από τους λόγους που η έκθεση φιλοξενεί έργα τέχνης μαζί με άλλα αντικείμενα (ιστορικά, αρχειακά, λαϊκά κλπ) είναι ότι προσπάθησα να αναδείξω τη δυναμική των έργων των καλλιτεχνών μέσα από τη σύνδεση τους με κάποια τεκμήρια βιωμένης πραγματικότητας.” θα μας πει η Χατζή. “Επίσης, θεωρώ ότι και ο προσωπικός τρόπος συγκρότησης αυτής της συλλογής από την Ειρήνη Παναγοπούλου, δεν εμπεριέχει την αξιακή κατηγοριοποίηση των αντικείμενα που την απαρτίζουν. Τέλος, μου φαίνεται πολύ ενδιαφέρον ότι τη στιγμή που ένα αντικείμενο τοποθετείται σε μία προθήκη, χάνει τη χρηστική του αξία και αποκτά νέες συμβολικές αξίες. Αυτό φαίνεται ίσως πιο έντονα στην προθήκη με τα κεραμικά αντικείμενα. ‘Έχουν τοποθετηθεί με αυτόν τον τρόπο για να αναδείξουν τόσο την προσωπική εμπειρία του μετανάστη τεχνίτη κεραμικών Μηνά Αβραμίδη, ο οποίος από την Κιουτάχεια ήρθε στην Ελλάδα με την ανταλλαγή πληθυσμών, όσο και τις κοινωνικοπολιτικές συνέπειες των μεγάλων αφηγήσεων”.

Τα κεραμικά αυτά που αποτελούν μέρος της ενότητας “Συγκρούσεις και εκτοπισμοί” συναντούν έργα σύγχρονων καλλιτεχνών οι οποίοι πραγματεύονται το ζήτημα του εκτοπισμού και της μετανάστευσης. Εδώ η εμπειρία του πολέμου, απότοκο συχνά των μεγάλων ιδεών και του ιμπεριαλισμού όπως μας παρουσιάστηκε υπαινικτικά σε προηγούμενες ενότητες της έκθεσης, παρουσιάζεται μέσα από έργα όπως τον πίνακα του ζωγράφου-πολεμικού ανταποκριτή Γεώργιου Προκοπίου (1876-1940) “Στο πεδίο της μάχης” μέχρι τον “Δημοσιογράφο στη Γάζα” (2021) του Wilhelm Sasnal και την αποτύπωση των κολυμβητών του Adrian Paci (‘Άτιτλο, 2014) που αν δεν γνωρίζαμε ότι αποτελούν Αλβανούς μετανάστες σε αναζήτηση στεργιάς θα μπορούσαν να παρέπεμπαν σε καλοκαιρινό κολύμπι ή τα έργα της Bouchra Khalili που αναπαριστούν τροχιές και ιστορίες προσφύγων στον χάρτη που συχνά ζουν ανάμεσά μας αλλά δεν τους/ις έχουμε ακούσει.

Η έκθεση κλείνει με τους “Ιδανικούς κόσμους” είτε αυτοί αφορούν συλλογικές διεκδικήσεις κοινωνικής, οικονομικής, πολιτικής και περιβαλλοντικής δικαιοσύνης, είτε εκφράζουν μυθοπλαστικές κατασκευές που λειτουργούν “ως συμβολικές ή σατιρικές αντανακλάσεις της σύγχρονης κοινωνίας, αναδεικνύοντας τις αντιφάσεις και τις ελπίδες του ανθρώπου”. Διερευνώνται έτσι διαγενεακές συγγένειες τουλάχιστον σε αφηγηματικό και μορφοπλαστικό επίπεδο καθώς, για παράδειγμα, ”Ο Ροβινσώνας Κρούσος στο νησί του” του Ράλλη Κοψίδη (1958) συναντά το “Ο Δον Κιχώτης ατενίζει τους φανταστικούς εχθρούς του / Η επιστροφή του ιππότη” (2017) του Δαυίδ Σαμπεθάι (γεν. 1989). Φεύγοντας, το εμπνευσμένο από τους Ζαπατίστας “Camgun #76” του Francis Alÿs μας στοχεύει με τον φακό του συνδέοντας τη “βολή” των εικόνων με εκείνη των σφαιρών ενώ το “Τιμής ένεκεν στους τοίχους της Αθήνας” (1959) του Βλάση Κανιάρη μας στοιχειώνει με πολλούς τρόπους.

Subscribe